Archive for the 'Herman Melville' Category

27
Ιαν.
08

MOBY-DICK or, THE WHALE – ΙΙΙ

“ΛΕΓΕ με Ισμαήλ”. Μ’ αυτές τις λέξεις αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο του Μόμπι-Ντικ. Ο Ισμαήλ είναι ο αφηγητής της ιστορίας. Ο επιζών. Προτάσσονται δύο «εισαγωγικά» κεφάλαια, η «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ» και τα «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», τα οποία μπορεί να φανούν στον ανυποψίαστο αναγνώστη άσχετα, αλλά τίποτα δεν είναι άσχετο, τίποτα δεν μπήκε στη θέση του κατά τύχη. Ο Μέλβιλ, για να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του πριν παραδώσει το βιβλίο του στους αναγνώστες, βασάνισε την κάθε λέξη που χρησιμοποίησε, έψαξε τα ονόματα, διάβασε την ιστορία τους. «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. … Αυτό, που άπαξ και το ’βρισκε κανείς, ξεκαθάριζαν και όλα τα υπόλοιπα», λέει ο ίδιος κλείνοντας το μάτι. Κι αυτό που έβαλε στο μυαλό του ο Μέλβιλ, δεν ήταν άλλο από το ίδιο το μυαλό, το νου, το «πνεύμα». Την άλαλη τρέλα. Κι επειδή τούτη η τρέλα είναι άλαλη, «ανείπωτη», άρρητη, δεν εκφράζεται με λόγια και με λέξεις, αλλά, πάλι, μόνο με λόγια και λέξεις μπορούμε να εκφράζουμε τις έννοιες που σκεπτόμαστε (και σκεπτόμαστε τις έννοιες που εκφράζουμε), γι’ αυτό έγραψε ο Μέλβιλ με τον τρόπο που έγραψε. Αποκαλύπτοντας με λόγο το άλογο, όχι αποδομώντας τον λόγο, αλλά ανοίγοντας δρόμους και δίπλα στους δρόμους μονοπάτια, συγκλίνοντας πάντα προς ένα ανύπαρκτο κέντρο, ένα μεταβαλλόμενο τίποτα. Στο δισυπόστατο, μισερό και αυτοσυντριβόμενο πνεύμα. Αυτή η σκέψη χτύπησε την πόρτα του νου του κι έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την εκφράσει. Να εκφράσει την αλλόκοτη φύση της έννοιας του «σκέπτεσθαι» και του «υπάρχειν» ως σκεπτόμενο ον. Αυτό δεν είναι ό,τι ονομάζουμε «αυτογνωσία»; Αυτός ο σκολιός και βαθύς δρόμος, δεν είναι ο δρόμος της σκέψης του ανθρώπου; Ειδικά του ανθρώπου απέναντι σ’ ένα καθρέφτη, πιθανότατα παραμορφωτικό…

Ήδη, τα δύο πρώτα, χωρίς αρίθμηση, κεφάλαια δίνουν, έμμεσα, στον αναγνώστη -πιθανώς σε μια δεύτερη ανάγνωση, απ’ την οποία περιμένει περισσότερα- μια ιδέα για το κύριο θέμα του βιβλίου, καθώς και οδηγίες για την κατανόησή του.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι «πνεύμα» εδώ δεν έχει τη σημασία που δίνει στον όρο η κοινή γλώσσα, αλλά εννοείται το λαθρόβιο πνεύμα, που ερμηνεύει τον αυθεντικό εαυτό του. Αυτό το λαθρόβιο πνεύμα είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου του Μέλβιλ, για τον οποίο, άλλωστε, η έννοια «πνεύμα», όσο είναι μια δισυπόστατη, διαρκώς μεταβαλλόμενη και αυτοσυντριβόμενη έννοια, δεν μπορεί να έχει νόημα. Έτσι, τόσο ο «μακαρίτης φθισικός Δασκαλάκος» (late consumptive Usher) του πρώτου εκτός αρίθμησης κεφαλαίου, όσο και «Βιβλιοθηκαρίσκος» (Sub-sub – librarian) του δεύτερου, από τη μια εκφράζουν το άυλο ον «που φωλιάζει στο σκήνωμα κάθε ανθρώπου», αυτό το αυτοσυντριβόμενο ον, κι από την άλλη αποτελούν δυο προσωποποιήσεις, δυο θεατρικές μάσκες της δισυπόστατης σημασίας του.

Η πρώτη παράγραφος της «Ετυμολογίας», κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι ενδεικτική:

Ο χλομός Δασκαλάκος –με χιλιοτριμμένο ρούχο, καρδιά, σώμα και μυαλό. Ακόμα τον βλέπω. Ξεσκόνιζε διαρκώς τα παλιά λεξικά και τις γραμματικές του, μ’ ένα παράξενο μαντήλι, στολισμένο κοροϊδευτικά με όλες τις χαρούμενες σημαίες απ’ όλα τα γνωστά έθνη του κόσμου. Του άρεσε να ξεσκονίζει τις παλιές του γραμματικές. του θύμιζε κάπως μαλακά το μελλοντικό θάνατό του.

Και στο πρωτότυπο:

The pale Usher – threadbare in coat, heart, body and brain; I see him now. He was ever dusting his old lexicons and grammars, with a queer handkerchief, mockingly embellished with all the gay flags of all known nations of the world. He loved to dust his old grammars; it somehow mildly reminded him of his mortality.

Αυτά είναι λοιπόν τα εργαλεία του Δασκαλάκου. Τα Λεξικά και Γραμματικές, με τα οποία όλα τα γνωστά έθνη, χαρούμενα (ανυποψίαστα), παράγουν έννοιες κι εξηγούν σημασίες. Αυτά τα ίδια λεξικά και γραμματικές, οι λέξεις που εκφράζουν έννοιες δηλαδή, στον Δασκαλάκο με το τριμμένο (υποψιασμένο) μυαλό θυμίζουν τη θνητότητά του.

Το ίδιο ενδεικτική είναι η αρχή των «Αποσπασμάτων»:

Θα φανεί πως αυτός ο δυστυχισμένος βιβλιοθηκαρίσκος –αυτός ο απλός φιλόπονος ορύκτης, η κάμπια ετούτη- μοιάζει να πέρασε μέσα από τις μακριές βιβλιοθήκες του Βατικανού και τα υπαίθρια βιβλιοεμπορικά στέκια της γης, συνάζοντας στην τύχη όποιους υπαινιγμούς για φάλαινες μπόρεσε κουτσά-στραβά να βρει σε κάθε λογής βιβλίο, ιερό ή ανίερο …

Και στο πρωτότυπο:

It will be seen that this mere painstaking burrower and grub-worm of a poor devil of a Sub-Sub appears to have gone through the long Vaticans and street-stalls of the earth, picking up whatever random allusions to whales he could anyways find in any book whatsoever, sacred or profane …

Συνάζοντας τυχαίους υπαινιγμούς (random allusions), έμμεσα και υπαινικτικά θα μιλήσει ο Μέλβιλ δια στόματος Ισμαήλ. Και θα μιλήσει για την αληθινή φύση του πνεύματος, αφού ο έτυμος λόγος είναι το θέμα της πραγματείας του δασκαλάκου. Το πνεύμα, που μέσα από την καταστροφική διαδικασία της ετυμο-λογίας διαλύεται. Και θα μιλήσει αποσπασματικά, μέσα από τα συντρίμμια της αυτοσυντριβής του, για το δισυπόστατο ον που δεν είναι ολόκληρο, ποτέ ακέραιο, αλλά πάντα ένα λειψό απόσπασμα.

—————————————————–

Περισσότερα για τα δύο εισαγωγικά κεφάλαια θα βρείτε στο δοκίμιο του Α. Κ. Χριστοδούλου: «ΕΝΑ ΔΙΠΛΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ ΤΟΥ ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ», εκδ. Ίνδικτος

—————————————————–

Το κείμενο του Α. Κ. Χριστοδούλου, που παραθέτω στη σελίδα Inferno (όπου συμπεριέλαβα για λόγους πληρότητας και την πρώτη παράγραφο που υπήρχε στο προηγούμενο ποστ), αποτελεί μια προσέγγιση της γνωσιολογίας του Μέλβιλ. Θα μπορούσε να έχει όντως γραφεί από τον ίδιο, αν ο Μέλβιλ ήθελε να δώσει στους αναγνώστες με άμεσο τρόπο τα κλειδιά που ανοίγουν τη σκέψη του, οδηγίες κι εξηγήσεις δηλαδή εκτός του κειμένου του Μόμπι-Ντικ. Ο τρόπος όμως του Μέλβιλ είναι λογοτεχνικός, μ’ άλλα λόγια «κωδικοποιημένος», κι αυτό για την εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού, του ίδιου θέματος του βιβλίου.

«ΛΕΓΕ με Ισμαήλ». Μια απλή φράση, που ωστόσο εκφέρεται από τον επιζώντα αφηγητή της ιστορίας του Μόμπι-Ντικ. Αυτές οι τρεις απλές λέξεις, μαζί με την παράγραφο που τις ακολουθεί, δίνουν ένα πρώτο βοήθημα στην απόπειρα αποκωδικοποίησης του Μόμπι-Μτικ. Η φράση δεν αποτελεί μέρος της αφηγούμενης ιστορίας. Η ιστορία έχει τελειώσει «Πριν από μερικά χρόνια – δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς-». Ο Ισμαήλ την βίωσε, την αφομοίωσε και είναι έτοιμος να μας την διηγηθεί. Ωστόσο, αυτό το «Λέγε με Ισμαήλ» (Call me Ishmael στο πρωτότυπο), δηλώνει ότι ο Ισμαήλ «φωτίζεται», αποκτά ταυτότητα, συγκροτείται, μόνο όταν τον καλεί ο «άλλος»…

Αλλά μ’ αυτά θ’ ασχοληθούμε στην μεθεπόμενη συνέχεια, αφού θα έχετε –ελπίζω- διαβάσει το άγραφο κείμενο του Μέλβιλ στο Inferno. Επίσης, θα αναφερθούμε στο ενδιαφέρον οντολογικό δοκίμιο «Έξοδος Θεάτρου» του Ηλία Παπαγιαννόπουλου.

Για το επόμενο, σας έχω κλείσει δωμάτια στο hôtel de Cluny, με ξενάγηση σε μια περίεργη, «αυθαίρετα εμβόλιμη», παράγραφο του Μόμπι-Ντικ. Ξεναγός πάντα ο Α. Κ. Χριστοδούλου κι εγώ ο χλομός με το χιλιοτριμμένο μυαλό, δυστυχισμένος ορύκτης, στο ρόλο του Sub-sub-ξεναγίσκου.

23
Δεκ.
07

MOBY-DICK or, THE WHALE – ΙΙ

moby_dick_1.jpg

ΛΕΓΟΝΤΑΣ «έννοια» εννοούμε ότι κάθε τι που σχετίζεται με τον όρο αυτό, είναι αποτέλεσμα, είναι προϊόν της σκέψης. Επειδή πολλά πράγματα εξαρτώνται από την ορολογία, να αποσαφηνίσω –όσο είναι δυνατόν- ότι λέγοντας «σκέψη» εννοώ τη νόηση και την διάνοια, το νόημα και τη σημασία, τον νου και το μυαλό, το ανθρώπινο πνεύμα και τον συλλογισμό, τον λόγο και τη λογική, τη φαντασία και την ψυχή, την αίσθηση και τα συναισθήματα, την σκέψη δηλαδή με την πιο ευρεία έννοιά της, η οποία, με τη σειρά της, μια έννοια είναι κι αυτή.

 

Ο Σωκράτης δίδασκε ότι μόνο με την γνώση των «καθολικών εννοιών» μπορούμε να συλλάβουμε την αλήθεια.

Ο Πλάτων ονομάζει την έννοια «συντονία διανοίας», δηλαδή ενεργοποίηση του νου.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί τις έννοιες «παθήματα ψυχής» και τις ονομάζει «νοήματα».

Ο Ζήνων και οι Στωικοί έλεγαν ότι η έννοια είναι μια εικόνα του νου, η οποία αν και δεν υπάρχει, θεωρείται σαν κάτι υπαρκτό.

Και οι λέξεις; Οι λέξεις είναι τα σύμβολα των εννοιών. Για να μείνουμε στην ελληνική αρχαιότητα, ορισμένοι θεωρούσαν τις λέξεις πραγματικότητες, γεννήματα της φύσης (Δημόκριτος, Πλάτων) και άλλοι συμβατικές κατασκευές (Ερμογένης, Αριστοτέλης).

Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε κατά τον Μεσαίωνα, όπου σχηματίστηκαν δύο απόψεις. H πραγματοκρατία ή ρεαλισμός (realismus) και η ονοματοκρατία ή νομιναλισμός (nominalismus).

Στο πλαίσιο της πραγματοκρατίας, ορισμένοι φιλόσοφοι υποστήριξαν, επηρεασμένοι από τον Πλάτωνα και την διδασκαλία για τις ιδέες, ότι τα «καθόλου» ή «καθολικά» (ήτοι οι έννοιες που εκφράζουν τις κοινές ιδιότητες ομοειδών πραγμάτων, π.χ. δέντρο, άνθρωπος, τραπέζι) είναι πραγματικά (res, universalia ante rem) και άλλοι, ακολουθώντας την σκέψη του Αριστοτέλη, ισχυρίστηκαν ότι τα «καθόλου» δεν είναι διαφορετικά από τα «καθ’ έκαστα», αλλά υπάρχουν μόνο μέσα σ’ αυτά, εν αυτοίς (universalia in re).

Στο πλαίσιο της ονοματοκρατίας, αντίθετα, αναπτύχθηκε η άποψη ότι τα «καθόλου» δεν υπάρχουν ως πραγματικά, αλλά ως “γενικά ονόματα”, που προϋποθέτουν την ύπαρξη των «καθ’ έκαστον» (universalia post rem).

Επίσης, υποστηρίχθηκε (ΠέτροςΑβελάρδος, 1079-1142) και μια ενδιάμεση θεωρία, η εννοιοκρατία (conseptualismus), κατά την οποία τα «καθόλου» δεν υπάρχουν καθ’ εαυτά ούτε είναι γενικά ονόματα, αλλά γενικές έννοιες, περιλήψεις δηλαδή των όντων, που ομαδοποιούνται βάσει των ομοιοτήτων τους.

 

Πλησιάζοντας τα σημερινά χρόνια, οι θεωρίες πολλαπλασιάζονται, δεν καταλήγουν σε κοινό τόπο, κοινό συμπέρασμα, αλλά λίγο-πολύ βασίζονται στις προαναφερόμενες διακρίσεις. Ίσως ο Λάιμπνιτς και οι μετά απ’ αυτόν ν’ άρχισαν διαφοροποιούνται, ωστόσο όσα αναφέρθηκαν είναι αρκετά. Δεν θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια οι προσπάθειες να βρεθεί κοινός τόπος, γιατί το ζητούμενο ορίζεται διαφορετικά κάθε φορά και δεν υπάρχει κοινό συμπέρασμα. Άλλωστε, ζητούμενο αυτών των σημειωμάτων είναι η γνωσιολογία του Μέλβιλ και για την προσέγγισή της, αυτά που μπορούσε να έχει υπ’ όψιν του ο ίδιος, είναι τα σημαντικά.

~.~.~.~.~.~

 

 

Και μ’ αυτό το καθρέφτισμα των εννοιών, μ’ αυτή την παραδοχή, ξεκινάει το νοητό ταξίδι γύρω από την έννοια του εαυτού μας.

 

Το προηγούμενο σημείωμα τελείωνε μ’ αυτήν την παράγραφο:

 

Σαν τον συγγραφέα Λομπάρδο στο Μάρντι, που δηλώνει ότι είναι ένα απλός αντιγραφέας, ένας γραφιάς που έγραφε καθ’ υπαγόρευση (a mere amanuensis writing by dictation) ή σαν τον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες, που συγγράφει, 3 αιώνες μετά τον Θερβάντες, τον Δον Κιχώτη, έτσι κι ο μεταφραστής ξανα(συγ)γράφει τον Μόμπι-Ντικ. Έτσι κι εγώ, ο «μοιραίος» αναγνώστης, αντιγράφω τη Φάλαινα, όχι στο χαρτί με μελάνη, όχι στην οθόνη με σημαδάκια πίξελ, αλλ’ αντιγράφω τη Φάλαινα στα κατάβαθα της ψυχής μου, σκαλίζω στα βράχια της τα πολλά μου ονόματα, χωρίς τελειωμό. Κορφολογώ την ανάσα της, την ανάσα της Φάλαινας ψυχής μου –cropper είναι τ’ όνομά μου– θερίζω στο κενό τον Ωκεανό, μαζεύω απ’ τα βάθη του τα κύματα –μον’ δε με λένε cropper- ποιος είμαι εγώ που αντιγράφω; Ποιος είμαι εγώ που δεν μπορώ παρά συνέχεια ν’ αντιγράφω; Καθ’ υπαγόρευση τίνος, αν όχι ενός μυαλού που υπνοβατεί.

 

 

Σήμερα, θα συνεχίσω μ’ ένα κείμενο του Α. Κ. Χριστοδούλου, που περιέχεται στο «Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα» (Gutenberg, editio major, σελ. 50 κ.ε.), αναφερόμενος και προσπαθώντας να εξηγήσω τόσο την προηγούμενη, όσο και την πρώτη παράγραφο. Είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Μέλβιλ, τουλάχιστον θα μπορούσε κάλλιστα να έχει σχηματιστεί στο νου του:


 

[ΕΝΑ ΑΓΡΑΦΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΕΛΒΙΛ]

«ΠΝΕΥΜΑ» ΚΑΙ «ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ». Ήμουν εικοσιοχτώ χρονών όταν συνέβη κάτι απρόσμενο στη ζωή μου. Όλα άρχισαν μόνα τους, όπως οι ψιχάλες της βροχής. Κάποιο απόγευμα, περπατώντας αμέριμνος σε κάποιο ήσυχο σοκάκι της Νέας Υόρκης, καθώς παρατηρούσα «τα όμορφα σπίτια» που υψώνονταν δεξιά και αριστερά, ένιωσα μέσα μου «κάτι» παράξενο – μιαν απροσδιόριστη παρουσία. Ήταν κάτι σαν αστραπιαία έλλαμψη. Δεν έδωσα όμως περισσότερη σημασία. Λίγα μέτρα πιο κάτω ωστόσο ένιωσα μέσα μου πάλι εκείνη την αόριστη παρουσία. Δεν ήταν κάποιο ευχάριστο ή ενοχλητικό αίσθημα. Δεν ήταν καν αίσθημα. Κι ούτε ήταν κάτι που είχα θυμηθεί ξαφνικά. Κοντολογίς δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο ή χεροπιαστό. Δεν ήξερα ούτε μπορούσα να πω τι ακριβώς ήταν. Κοντοστάθηκα και αυτοσυγκεντρώθηκα για να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε εκείνη τη στιγμή μέσα μου, καθώς κοίταζα τα σπίτια στο ήσυχο σοκάκι. Έκλεισα τα μάτια και «πλημμύρισα ολόκληρος» από ένα «βαθύ σκοτάδι». Ωστόσο ένιωσα πάλι εκείνο το «κάτι» να σαλεύει σαν ασώματη αράχνη, να φτερουγίζει σαν αόρατη νυχτερίδα πίσω από αυτό το «βαθύ σκοτάδι». Άνοιξα τα μάτια και είδα ξανά εκείνα «τα όμορφα σπίτια» – εκείνη η αλλόκοτη παρουσία είχε και πάλι στυλωμένα τα αόρατα μάτια της πάνω μου. Ολόγυρα όμως δεν υπήρχε ψυχή. Μετά από πολλές δοκιμές συνειδητοποίησα τελικά πως εκείνο το παράξενο ον δεν ήταν παρά κάτι δικό μου, κάτι κρυμμένο στον ίδιο τον εαυτό μου. Τι ακριβώς όμως ήταν; Βύθισα τη σκέψη μου ως τα φύκια του είναι μου και προσπάθησα να διακρίνω σε κείνον το χορταριασμένο βυθό το «πρόσωπο» αυτού του άγνωστου όντος. Ύστερα από επίμονη σκέψη βεβαιώθηκα τελικά πως εκείνο το ον δεν ήταν παρά μια άλλη όψη του ίδιου του εαυτού μου. Συνειδητοποίησα δηλαδή πως αν και ο νους μου ήταν αυτός που σχημάτιζε την εικόνα αυτών των σπιτιών, ο ίδιος όμως έμοιαζε σα να μη συμμετείχε καθόλου στη διαδικασία ετούτη και σα να παρακολουθούσε απλώς –και μάλιστα «από μακριά», θα τολμούσα να πω- τον ίδιο τον εαυτό του να εκτελεί το έργο αυτό. Ξαφνιάστηκα από αυτή την ιδέα. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα συνειδητοποιήσει αυτό τον διχασμό. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου και ταυτόχρονα να μην είμαι καθόλου ο εαυτός μου, πως πίσω από τον ίδιο τον εαυτό μου μπορούσε να κρύβεται ένας άλλος εαυτός. Ποτέ πιο μπροστά δεν είχα «φανταστεί» το μυαλό μου σαν κάτι χωριστό από τη «ζωή» μου. Δεν ήμουν μόνος λοιπόν σε κείνο το σοκάκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω είδα ένα παγκάκι. Κάθισα πάνω σε κείνο το καναπεδάκι και προσπάθησα να βάλω τις αλλόκοτες σκέψεις μου σε τάξη. Είχα ένα κακό προαίσθημα. Μες στο απογευματινό ημίφως, έκλεισα τα μάτια και βύθισα το «εγώ» μου σε κείνο τον άλλο εαυτό μου. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα καθαρά πως αυτός ο άλλος εαυτός μου δεν ήταν παρά ο ίδιος ακριβώς ο εαυτός μου, πως δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ που όμως δεν ήμουν ένας και μόνο, αλλά αυτός και συνάμα εγώ! Ήμουν μπερδεμένος. Ένιωθα τώρα «κάτι άυλο, αιθέριο, απροσδιόριστο, αόρατο, ασύλληπτο και φευγαλέο» να ζει και να κυκλοφορεί ελεύθερο μες στο κορμί μου –και συγκεκριμένα σε κείνο το μέλος του σώματος που οι άνθρωποι ονομάζουν «κεφάλι». Το μυαλό μου αγκιστρώθηκε ξαφνικά από τη μαγική λέξη «πνεύμα». Ναι, εκείνο το αυτεξούσιο ον –εκείνος ο άλλος εαυτός μου που φώλιαζε μες στον ίδιο τον εαυτό μου και δεν ήμουν παρά ο ίδιος εγώ, αυτό το διπλό εγώ μου, ήταν το ίδιο μου το πνεύμα. Τι σήμαιναν όλα αυτά ωστόσο; Μια φωνή μέσα μου ψιθύριζε κιόλας κάτι παράξενα λόγια για κάποια χαμένη αθωότητα*. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε μια εξώπορτα να ανοίγει. Ύψωσα το κεφάλι και θέλησα να διώξω μακριά τις αλλόκοτες σκέψεις. Μπροστά μου ωστόσο δεν έβλεπα πια τα όμορφα σπίτια που θαύμαζα λίγο πιο πριν. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη θέση των σπιτιών υψώνονταν τώρα κάτι παράξενες σκιές. Τραβήχτηκα προς τα πίσω με τρόμο όταν πέρασε ξαφνικά από το νου μου η σκέψη πως οι σκιές που υψώνονταν μπροστά μου, μπορούσαν να μην είναι οι σκιές των όμορφων σπιτιών, αλλά σκοτεινές ζωγραφιές ενός αλλόκοτου ζωγράφου που είχε στήσει το ατελιέ του στη κάμαρα του τρομαγμένου μου μυαλού.

——————————————————–

* Την αμεριμνησία δηλαδή που χαρίζει η ασυνειδησία στα ζώα,
στα δέντρα, στα πουλιά, στα βρέφη και σε όλα τα άψυχα πράγματα.
.

.(…συνεχίζεται…)

07
Δεκ.
07

MOBY-DICK or, THE WHALE – I


«Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα.»*

 

melville-1.gif

ΓΙΑΤΙ απ’ όλους τους συγγραφείς που μας αρέσουν και τους διαβάζουμε ασταμάτητα και τους θεωρούμε μεγάλους, ο καθένας μας με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του προτιμήσεις, ξεχωρίζουμε κάποιους; Κάποιους τους αγαπάμε πιο πολύ και κάποια έργα τους, κάποια βιβλία τα ξεχωρίζουμε. Γνωρίζουμε πάντα την ακριβή τους θέση στη βιβλιοθήκη, όσο μεγάλη βιβλιοθήκη κι αν διαθέτουμε, μια θέση που συνήθως είναι κενή, γιατί το βιβλίο βρίσκεται, κουρέλι πια απ’ τις πολλές αναγνώσεις, τις περισσότερες φορές πάνω στο γραφείο, στην πολυθρόνα, στην θέση που απολαμβάνουμε το διάβασμα, πάντα κοντά μας.

 

Από τις 7 Φεβρουαρίου του 1992, όταν αγόρασα και διάβασα για πρώτη φορά τον Μομπι-Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), αυτό το βιβλίο, σταθερά και πιθανότατα οριστικά, απέκτησε την θέση του πιο ξεχωριστού των βιβλίων που πέρασαν απ’ τα χέρια μου. Και πέρασε απ’ τα χέρια μου αμέτρητες φορές. Τρεις φορές διαλύθηκε απ’ την «κακομεταχείριση», τρεις φορές το ξαναγόρασα. Κι αμέσως πέρασε στην καρδιά μου και μετά στο νου κι εκεί ακριβώς ήταν που κόλλησα. Βοήθησε σ’ αυτό κι ο μεταφραστής του, που δεν είναι μεταφραστής μονάχα, αλλά και σχολιαστής κι ερευνητής της ζωής και της εποχής του κι ερμηνευτής του έργου του κι ένας από τους εγκυρότερους, παγκόσμια, μελετητές του Μελβίλειου έργου. Ένας πνευματικός άνθρωπος, ένας συγγραφέας, ποιητής, τυπογράφος, ζωγράφος και θεμιστοπόλος, ο Α. Κ. Χριστοδούλου, για τον οποίο έχουν γίνει δυο σύντομες αναφορές στον «περίπατο»**.

moby-dickedminor.jpgakxristodoulou.jpgmoby-dick.jpg

Θα κάνω μια προσπάθεια, λοιπόν, ν’ απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα. Να εξηγήσω για ποιους προσωπικούς λόγους ο Μέλβιλ και ειδικότερα ο Μόμπι-Ντικ, απέκτησαν αυτή την ιδιαίτερη θέση για τον εαυτό μου, όπως διάφορα άλλα βιβλία έχουν, πιθανώς, ιδιαίτερη θέση σε πολλούς από σας. Μιλώντας για τον εαυτό μου και πώς τον καταλαβαίνω, θα επαναλάβω τα λόγια του Κούντερα που αποτελούν το μότο του «περίπατου»:

«Τι είναι, όμως, ο εαυτός; Είναι η επιτομή όλων όσα θυμόμαστε. Γι’ αυτό και το τρομακτικό στον θάνατο δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος, αλλά η απώλεια του παρελθόντος. Η λήθη είναι μια μορφή θανάτου, παρούσα στη ζωή.»

Και θα συμπληρώσω μ’ ένα στίχο/συμπέρασμα του Α.Κ. Χριστοδούλου:

«Γιατί η οργάνωση του Παρελθόντος

όντας το Παρόν υποκαθιστά το Μέλλον.»

Πρέπει να πω, ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεν είναι εύκολη προσπάθεια, πολύ περισσότερο επειδή αυτή η ογκωδέστατη Φάλαινα δεν έχει σταματήσει να σαλεύει μέσα μου ούτε λεπτό, ν’ αλλάζει θέση και να σκάβει όλο και πιο βαθιά. Να με τραβάει μαζί της στην άβυσσο της ψυχής μου. Εκ βαθέων, επομένως, και συγχωρήστε με αν ακούγομαι με κάποια αντήχηση …

 

mobydick.jpg

 

 

Ο «ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ ή Η ΦΑΛΑΙΝΑ» (Moby-Dick or, The Whale) κυκλοφόρησε το 1851, πρώτα στην Αγγλία και μετά στην Αμερική, σε μια μεταβατική περίοδο των ΗΠΑ, που από μια ομοσπονδία αποικιών μεταβαλλόταν σε κράτος με επεκτατικές βλέψεις. Ακολούθησε τις θαλασσινές περιπέτειες που είχε γράψει ο Μέλβιλ , «Ταϊπίι» και «Ομού», οι οποίες γνώρισαν σημαντική επιτυχία, καθώς και το «Μάρντι», ένα μεγάλο έργο κι αυτό, που δεν ενθουσίασε ούτε τους κριτικούς ούτε το κοινό. Διότι η πνευματική μεταστροφή του Μέλβιλ, αυτό που άλλαξε μέσα του, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές του, συντελέστηκε κατά τη διάρκεια συγγραφής του Μάρντι. Δεν ήταν μια απλή θαλασσινή περιπέτεια, όπως τα προηγούμενα έργα του, αλλά η πρώτη απεικόνιση της πνευματικής έκλαμψης του νεαρού Χέρμαν Μέλβιλ, η πρώτη ένδειξη ότι είχε ήδη και οριστικά συλλάβει την «Αλήθεια» του, ή μάλλον αυτός είχε συλληφθεί απ’ αυτήν την αλήθεια. «Είχε πιαστεί στα βρόχια της αδυσώπητης μοίρας του … είχε σχηματίσει δηλαδή μιαν άλλη, εντελώς ιδιότυπη άποψη για τη ζωή και τον άνθρωπο, που ήταν γραφτό να αλλάξει τα σχέδιά του …»***.

Κι εδώ εντοπίζεται μια πρώτη δυσκολία για την κατανόηση του Μόμπι-Ντικ. Ο Μέλβιλ δεν θα είχε γράψει τον Μόμπι-Ντικ, αν δεν είχε προηγηθεί το Μάρντι. Στο Μάρντι ο Μέλβιλ πειραματίστηκε αναμιγνύοντας γλωσσικές εκφράσεις και φιλοσοφικούς στοχασμούς, που επαναλήφθηκαν με την ίδια επιτυχία και ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα στο Μόμπι-Ντικ. Θα έλεγα ότι το Μάρντι αποτελεί σχεδόν προϋπόθεση του Μόμπι-Ντικ. Μόνο που το Μάρντι δεν έχει μεταφραστεί, ακόμη, στην ελληνική γλώσσα και η προσπάθεια κατανόησης του Μόμπι-Ντικ αρχίζει μ’ ένα μειονέκτημα. Ένα κενό, που έρχεται, όμως, να αναπληρώσει ο ακάματος Α. Κ. Χριστοδούλου με μια παρουσίαση του Μάρντι και μια ανάλυση του έργου, άνω των 400 σελίδων, στον πρώτο τόμο της editio major του Μόμπι-Ντικ, από τις εκδόσεις Gutenberg (που έμελλε, δυστυχώς, να είναι και ο τελευταίος, καθώς ο προγραμματισμός του εκδότη μας έχει στερήσει τους επόμενους τέσσερις, ναι 4, ογκώδεις τόμους, που θα ολοκλήρωναν αυτό το έργο).

.

.

Σαν τον συγγραφέα Λομπάρδο στο Μάρντι, που δηλώνει ότι είναι ένα απλός αντιγραφέας, ένας γραφιάς που έγραφε καθ’ υπαγόρευση (a mere amanuensis writing by dictation) ή σαν τον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες, που συγγράφει, 3 αιώνες μετά τον Θερβάντες, τον Δον Κιχώτη, έτσι κι ο μεταφραστής ξανα(συγ)γράφει τον Μόμπι-Ντικ. Έτσι κι εγώ, ο «μοιραίος» αναγνώστης, αντιγράφω τη Φάλαινα, όχι στο χαρτί με μελάνη, όχι στην οθόνη με σημαδάκια πίξελ, αλλ’ αντιγράφω τη Φάλαινα στα κατάβαθα της ψυχής μου, σκαλίζω στα βράχια της τα πολλά μου ονόματα, χωρίς τελειωμό. Κορφολογώ την ανάσα της, την ανάσα της Φάλαινας ψυχής μου –cropper είναι τ’ όνομά μου– θερίζω στο κενό τον Ωκεανό, μαζεύω απ’ τα βάθη του τα κύματα –μον’ δε με λένε cropper- ποιος είμαι εγώ που αντιγράφω; Ποιος είμαι εγώ που δεν μπορώ παρά συνέχεια ν’ αντιγράφω; Καθ’ υπαγόρευση τίνος, αν όχι ενός μυαλού που υπνοβατεί.

——————————————————————-

* Το 32ο κεφάλαιο του Μόμπι-Ντικ, με τίτλο «ΚΗΤΟΛΟΓΙΑ», τελειώνει με τις φράσεις:
«Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα. Ολόκληρο αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά ένα προσχέδιο – τι λέω, το προσχέδιο ενός προσχέδιου. Ω Χρόνε, Δύναμη, Χρήμα και Υπομονή!»
Σημειώστε το, όσοι είστε διατεθειμένοι να κατεβείτε μαζί μου στ’ απύθμενα βάθη, γιατί αποτελεί ένα από τα κλειδιά των κρυμμένων αμπαριών που θα συναντήσουμε.

———————————————-

** Orbis Literae και Ο Αιχμάλωτος Βασιλιάς

———————————————-

*** Α. Κ. Χριστοδούλου: Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα, Gutenberg, editio major, σελ. 26

———————————————-

  • Στον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ: “Ασκήσεις ετυμολογίας”, ένα κείμενο γραμμένο από την ΛΩΡΑ ΚΕΖΑ, στο “Βήμα” (29.6.1997), για την σχέση του Χριστοδούλου με τον Μέλβιλ και τον αγώνα του με τη Φάλαινα.

.

.

(συνεχίζεται)

 




Οδηγίες χρήσης – Εξελίξεις

Στις σελίδες INFERNO, PURGATORIO και PARADISO (που αποτελούν τα τρία βιβλία της "ΘΕΙΑΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ") θα βρείτε τα κείμενα ή αποσπάσματα των κειμένων που αναφέρονται ή σχετίζονται με τα κείμενα της αρχικής σελίδας, τα οποία, τώρα με το καινούργιο template, μπορείτε να σχολιάζετε. Άλλαξα με λύπη μου το παλιό (Hemingway), που πολύ μου άρεσε, μετά την υπόδειξη μερικών επισκεπτών ότι ήταν δύσκολη η πρόσβαση στα περιεχόμενα και δεν υπήρχε η δυνατότητα σχολιασμού των κειμένων που υπάρχουν στις σελίδες. Ως δυνατότητα πάντα, γιατί η επισκεψιμότητα βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Υπάρχει η σκέψη να μεταφερθεί η "Θεία Κωμωδία" μέσα στον "π ε ρ ί π α τ ο", σαν ιδιαίτερη ενότητα, όπως η "Bar-άγκα", αλλά θα σας περιμένω εδώ λίγο ακόμη.

λίγοι και καλοί

  • 17.333 επισκέπτες